- ὑθλῶ
- ὑθλέωtalk nonsensepres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑθλέωtalk nonsensepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υθλώ — έω, Α [ὕθλος] 1. καταπιάνομαι με ανόητες φλυαρίες 2. συνεκδ. είμαι ανόητος … Dictionary of Greek
ὕθλῳ — ὕθλος idle talk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυθλώ — έω, Α φλυαρώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑθλῶ «λέω ανοησίες, φλυαρώ»] … Dictionary of Greek
ύθλημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [ὑθλῶ] (κυρίως στον πληθ.) τὰ ὑθλήματα ανοησίες ή φλυαρίες … Dictionary of Greek